παπαδοπαίδι

παπαδοπαίδι
το сын или дочь попа

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "παπαδοπαίδι" в других словарях:

  • παπαδοπαίδι — το 1. το παιδί τού παπά, Παπαδόπουλο ή παπαδοπούλα 2. μικρό παιδί το οποίο, ντυμένο με ειδική, λευκή συνήθως στολή, παίρνει μέρος σε εκκλησιαστικές τελετές ή βοηθά τον ιερέα κατά την τέλεση τής λειτουργίας …   Dictionary of Greek

  • παπαδοπαίδι — το το παιδί του παπά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλογεροπαίδι — το νεαρός δόκιμος καλόγερος, ο οποίος δεν έχει ακόμη καρεί ως μοναχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλόγερος + παίδι (< παιδί), πρβλ. αρχοντο παίδι, παπαδοπαίδι] …   Dictionary of Greek

  • Παπαδιαμάντης, Αλέξανδρος — (Σκιάθος 1851 – 1911). Έλληνας πεζογράφος. Ο πατέρας του ήταν παπάς μεγαλωμένος στο βαθιά συντηρητικό θρησκευτικό περιβάλλον των κολλυβάδων (μοναχών που προκάλεσαν την έριδα για το αν έπρεπε να μοιράζονται τα κόλλυβα των μνημοσύνων και τις… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»